- ῥύσταγμα
- ῥύσ-ταγμα, ατος, τό,A dragging away, maltreatment, in pl., Lyc. 1089.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ρύσταγμα — ατος, τὸ, Α [ῥυστάζω] 1. βίαιο σύρσιμο 2. κακή μεταχείριση 3. (σχετικά με γυναίκα) συνουσία μετά από εξαναγκασμό … Dictionary of Greek
ῥυσταγμάτων — ῥύσταγμα dragging away neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)